βατραχόψαρο

βατραχόψαρο
Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο έρπει αργά αναζητώντας την τροφή του. Το στόμα του είναι ευρύ, με κωνικά δόντια. Κατά μήκος της μεσαίας γραμμής της κεφαλής υπάρχουν τρεις πτερυγιακές ακτίνες (άκανθες). Η πρώτη είναι επιμήκης και έχει στην άκρη της μια μεμβράνη που πάλλεται. Άλλες τρεις, πιο κοντές πτερυγιακές ακτίνες προβάλλουν στο πάνω μέρος του κορμού. Για να κινείται, χρησιμοποιεί τα θωρακικά και κοιλιακά πτερύγια, τα άκρα των οποίων εφάπτονται στον βυθό. Το β. είναι πολύ λαίμαργο και αδηφάγο, με ευρύχωρο στομάχι. Το χοντρό δέρμα του έχει πολλούς βλεννώδεις αδένες και λεπτά σαρκώδη εξαρτήματα, που κρέμονται σαν κρόσια στο άκρο της σιαγόνας και στις πλευρές του κορμού. Την άνοιξη τα θηλυκά εκκρίνουν μια μακριά ζελατινώδη ταινία, η οποία επιπλέει και περιέχει περισσότερα από ένα εκατομμύριο αβγά. Σχηματική παράσταση ανατομίας βατράχου 1. καρδιά 2. πνεύμονες 3. μεσεντέριο 4. γεννητικά όργανα 5. στομάχι 6. συκώτι 7. κεντρικό τμήμα ωμικής ζώνης 8. νηκτική μεμβράνη μεταξύ των δαχτύλων
* * *
και βαθρακόψαρο, το
το ψάρι λοφίας ο αλιεύς (lophias piscatorius).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • αλιεύς — ( έως), ο (Α ἁλιεύς) 1. αυτός που αλιεύει ψάρια, σπόγγους, κοράλλια κ.λπ., ο ψαράς 2. αυτός που με ζέση επιζητεί, επιδιώκει, συλλέγει κάτι αρχ. 1. θαλασσινός, ναυτικός, ναύτης 2. ως επίθ. θαλάσσιος, ναυτικός 3. είδος ψαριού, το είδος Lophius… …   Dictionary of Greek

  • λοφιίδες — (lophiidae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών, της τάξης των λοφιομόρφων, της υφομοταξίας των ακτινοπτερυγίων. Οι λ. έχουν περίεργο σχήμα και κολυμπούν άσχημα. Μοιάζουν με τους γυρίνους και το σώμα τους αποτελείται από το κεφάλι (πολύ μεγάλο,… …   Dictionary of Greek

  • λοφιόμορφα — (lophioformes). Τάξη τελεόστεων ψαριών της υφομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, η οποία υποδιαιρείται σε διάφορες οικογένειες που περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ειδών. Τα λ., των οποίων οι διαστάσεις και οι μορφές ποικίλλουν, χαρακτηρίζονται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”